- σαρδεληδόν
- Νεπίρρ. (τροπ.) μτφ. στοιβαγμένοι ο ένας δίπλα ή πάνω στον άλλο, με μεγάλο συνωστισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρδέλα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν). Η λ., με την παλαιότερη γρφ. σαρδελληδόν, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.